- λιμάζω
- λιμάζω, λίμαξα, λιμασμένος βλ. πίν. 23——————Σημειώσεις:λιμάζω : εύχρηστη είναι κυρίως η μτχ. λιμασμένος (→ υπερβολικά πεινασμένος).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιμάζω — και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω) 1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ 2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα 3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου») 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
λιμάζω — λίμαξα, λιμασμένος, πεινώ πολύ, νιώθω λαιμαργία: Λίμαξα αφού έχω να φάω από χθες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
αλίμαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λίμα, βουλιμία, που δεν είναι πειναλέος 2. (για φαγητά) αυτό που δεν προκαλεί λίμα, βουλιμία, όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιμαχτός < λιμάζω] … Dictionary of Greek
κακολίμαστος — κακολίμαστος, ον (Α) αυτός που προκαλεί λιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λιμάζω (< λιμός)] … Dictionary of Greek
λίμασμα — το [λιμάζω] ακόρεστη πείνα, βουλιμία, αχορτασία … Dictionary of Greek
λαμάζω — βλ. λιμάζω … Dictionary of Greek